ναυτολόγοι — ναυτολόγος collecting seamen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτολόγους — ναυτολόγος collecting seamen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ναυτηλόγος — ναυτηλόγος, ὁ (Α) ναυτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + λόγος*] … Dictionary of Greek
ναυτολογία — η 1. κατάταξη κληρωτών στο Πολεμικό Ναυτικό 2. πρόσληψη ενός ναυτικού σε εμπορικό πλοίο με την εγγραφή του στο ναυτολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ναυτολογικός — ή, ὁ (Μ ναυτολογικός, ή, όν) [ναυτολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτολογία («ναυτολογικός κατάλογος») μσν. 1. αυτός που είναι σχετικός με καταγραφή που γίνεται στον ναυτικό χώρο 2. φρ. «ναυτολογικὸ χαρτί» ναυτικός χάρτης … Dictionary of Greek
ναυτολογώ — (Α ναυτολογῶ, έω) [ναυτολόγος] νεοελλ. 1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό 2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό αρχ. δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο … Dictionary of Greek
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek